-
1 σύμβασις
Aσυμβαίνω 1
) bringing one foot up to the other, in walking, Hp.Art.58.II (συμβαίνω 11
) agreement, arrangement, treaty,συμβάσιες.. οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Hdt.1.74
;σ. ποιεῖσθαι E.Supp. 739
; δὸς σύμβασιν τέκνοις make them friends, Id.Ph.85;εἰς ξ. παῖδα ἄγειν Id.Andr. 423
;ἡ ξ. ἐγένετο Th.3.28
; ἀπὸ ξυμβάσεως by agreement, Id.4.130.III () conjunction, Pl.Ep. 359b; concurrence, coincidence, συμβάσεως ἔξω πάσης καὶ συνθέσεως, said of τὸ ἕν, Plot.5.4.1, cf. 6.1.26, 6.8.14; κατὰ σύμβασιν, technical term of the Empirics, expld. by Gal.10.164.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβασις
См. также в других словарях:
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek